ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Στο Βερολίνο μπορούμε να δούμε διάφορα είδη αρχιτεκτονικής:
ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ:
Σπάνια ίχνη αυτής της εποχής NIKOLAIKIVCHE
ΜΠΑΡΟΚ:
Φλογόμορφο στυλ, που στο βορρά διατηρεί μια κάποια απλότητα
UNTER DER LINDEN
ΡΟΚΟΚΟ:
Χρυσαφί και παστέλ τόνοι από τον Φρειδερίκο Β΄, SCHLOSS SANSSOUCL, παλάτι Neues
ΝΕΟΚΛΑΣΙΚΙΣΜΟΣ:
Στυλ εμπνευσμένο από την αρχαιότητα με εκπρόσωπο τον Καρλ Φριέντρικ.
ΣΧΕΔΙΟ ΧΟΠΜΕΡΚΤ:
Σχέδιο εισέκτασης της πόλης (1862), σύμφωνα με το μοντέλο του ΧΑΟΥΣΜΑΝ, που κατέστη απαραίτητο λόγω της αύξησης του πληθυσμού του αιώνα. SAVIGNYPLATZ.
ΣΤΥΛ ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΥ:
Ετερόκλητο στυλ που γεννήθηκε με τη δημιουργία της γερμανικής αυτοκρατορίας .REICHSTAG.
ΜΟΝΤΕΡΝΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ:
Ασύγκριτο δημιουργία υπό τον Βαιμαρ(δεκαετία 1920).Κυριότερα στοιχεία της περιόδου η νέα αντικειμενικότητα , μετάβαση προς τον φονξιοναλισμό και τις γραμμικές φόρμες.
ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ:
Πομπώδη κτίρια (Ανατολικό Βερολίνο μετά το 1950)KANT –MAK-ALLEE.
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗl:
Από το 1989, η πόλη αποτελεί τόπο εργασίας των μεγαλύτερων αρχιτεκτόνων του κόσμου.
Στο Βερολίνο μπορούμε να δούμε διάφορα είδη αρχιτεκτονικής:
ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ:
Σπάνια ίχνη αυτής της εποχής NIKOLAIKIVCHE
ΜΠΑΡΟΚ:
Φλογόμορφο στυλ, που στο βορρά διατηρεί μια κάποια απλότητα
UNTER DER LINDEN
ΡΟΚΟΚΟ:
Χρυσαφί και παστέλ τόνοι από τον Φρειδερίκο Β΄, SCHLOSS SANSSOUCL, παλάτι Neues
ΝΕΟΚΛΑΣΙΚΙΣΜΟΣ:
Στυλ εμπνευσμένο από την αρχαιότητα με εκπρόσωπο τον Καρλ Φριέντρικ.
ΣΧΕΔΙΟ ΧΟΠΜΕΡΚΤ:
Σχέδιο εισέκτασης της πόλης (1862), σύμφωνα με το μοντέλο του ΧΑΟΥΣΜΑΝ, που κατέστη απαραίτητο λόγω της αύξησης του πληθυσμού του αιώνα. SAVIGNYPLATZ.
ΣΤΥΛ ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΥ:
Ετερόκλητο στυλ που γεννήθηκε με τη δημιουργία της γερμανικής αυτοκρατορίας .REICHSTAG.
ΜΟΝΤΕΡΝΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ:
Ασύγκριτο δημιουργία υπό τον Βαιμαρ(δεκαετία 1920).Κυριότερα στοιχεία της περιόδου η νέα αντικειμενικότητα , μετάβαση προς τον φονξιοναλισμό και τις γραμμικές φόρμες.
ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ:
Πομπώδη κτίρια (Ανατολικό Βερολίνο μετά το 1950)KANT –MAK-ALLEE.
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗl:
Από το 1989, η πόλη αποτελεί τόπο εργασίας των μεγαλύτερων αρχιτεκτόνων του κόσμου.
Μπάουχαους
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Με τον όρο Μπαουχάους ή Μπάουχαους (γερμ. Staatliches Bauhaus ή Bauhaus) αναφερόμαστε στην καλλιτεχνική και αρχιτεκτονικήσχολή που ιδρύθηκε από τον Βάλτερ Γκρόπιους και αναπτύχθηκε την περίοδο 1919-1933 στη Γερμανία.
Γενικά
Το ύφος της σχολής Μπαουχάους επέδρασε καταλυτικά στην εξέλιξη της σύγχρονης τέχνης, ειδικότερα στους τομείς της αρχιτεκτονικής και του βιομηχανικού σχεδιασμού, ενώ τα έργα που παράχθηκαν μέσα από τα εργαστήρια της σχολής έγιναν αντικείμενα εκτεταμένης αναπαραγωγής.
Λειτούργησε σε τρεις διαφορετικές πόλεις της Γερμανίας, στη Βαϊμάρη (1919-25), στο Ντεσάου (1925-32) και στο Βερολίνο (1932-33), υπό την διεύθυνση των Βάλτερ Γκρόπιους (1919-28), Χάνες Μέγιερ (1928-30) και Μις βαν ντερ Ρόε (1930-33) αντίστοιχα. Οι αλλαγές στην έδρα και στην ηγεσία της συνδέονταν με αντίστοιχες διαφοροποιήσεις στην πολιτική της αλλά και στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ύφους της. Ανάμεσα στις κεντρικές ιδέες που προώθησε η σχολή, ήταν η χρήση της τεχνολογίας για καλλιτεχνικούς σκοπούς, η απουσία διάκρισης μεταξύ καλών και εφαρμοσμένων τεχνών, καθώς και η αναγκαιότητα της σφαιρικής διδασκαλίας όλων των μορφών τέχνης.[2] Επανέφερε τη διδασκαλία σε εργαστήρια, σε αντίθεση με τον τρόπο λειτουργίας των ακαδημιών, και στο μικρό χρονικό διάστημα που λειτούργησε, δίδαξαν επιφανείς καλλιτέχνες του 20ού αιώνα, όπως ο Βασίλι Καντίνσκι, ο Γιοχάνες Ίτεν, ο Μαρσέλ Μπρόιερ και ο Πάουλ Κλέε.
Ιστορία
Οι ιστορικές ρίζες του Μπαουχάους τοποθετούνται συχνά στα μέσα του 19ου αιώνα και το Βρετανικό κίνημα Arts and Crafts του Γουίλιαμ Μόρις, συνδεδεμένο με τις ευρύτερες προσπάθειες ενοποίησης της καλλιτεχνικής έκφρασης με τη δημιουργία πρακτικών κατασκευών, που σημειώθηκαν μετά τη βιομηχανική επανάσταση. H σχολή του Μπαουχάους ιδρύθηκε το 1919 από τον Βάλτερ Γκρόπιους στη συντηρητική πόλη της Βαϊμάρης και αρχικά αποτέλεσε ένα είδος συγχώνευσης της Ακαδημίας Καλών Τεχνών της Βαϊμάρης (γερμ. Grossherzogliche Sächsische Hochschule für Bildende Kunst) με την Σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών της Βαϊμάρης (γερμ. Kunstgewerbeschule). Το όνομά της προήλθε από αντιστροφή της γερμανικής λέξης Hausbau («οικοδόμηση»).[1] Ο απώτερος σκοπός του Μπαουχάους ήταν να αποτελέσει μια ενιαία σχολή τόσο στην αρχιτεκτονική όσο και στις καλές τέχνες. Βασική αρχή της σχολής ήταν το ανοιχτό πνεύμα μπροστά στις νέες προκλήσεις της εποχής αλλά και ειδικότερα η προσέγγισή τους, περισσότερο από μια πρακτική άποψη και λιγότερο θεωρητικά. Στο μανιφέστο του Μπαουχάους που δημοσιεύτηκε το 1919, ο Γκρόπιους ανέλυσε το εκπαιδευτικό πρόγραμμα της σχολής και τόνισε την αναγκαιότητα κατάργησης τής διάκρισης μεταξύ σπουδαστών στην τέχνη και στην τεχνική κατάρτιση, με όραμα τη δημιουργία ενός νέου τύπου κτιρίου του μέλλοντος, το οποίο θα συνδύαζε την αρχιτεκτονική, τη γλυπτική και τη ζωγραφική σε μία ενιαία φόρμα.[3]
Ο Γκρόπιους επιθυμούσε να αναλάβουν το ρόλο των καθηγητών διακεκριμένοι και διάσημοι καλλιτέχνες, ακόμα και αν το έργο τους ήταν δυσπρόσιτο. Μεταξύ των πρώτων που δίδαξαν στη σχολή ήταν οι ζωγράφοι Γιοχάνες Ίτεν, Λάιονελ Φάινινγκερ, Πάουλ Κλέε και Βασίλι Καντίνσκι, καθώς και οι γλύπτες Γκέρχαρντ Μαρκς και Όσκαρ Σλέμερ. Ο Ίτεν υπήρξε μία από τις πιο επιδραστικές προσωπικότητες της σχολής και εκείνος που διαμόρφωσε τον πρώτο κύκλο σπουδών στη σχολή.[4] Το πρόγραμμα σπουδών περιλάμβανε ένα αρχικό προπαρασκευαστικό στάδιο (Vorlehre) διάρκειας έξι μηνών και στη συνέχεια ακολουθούσε μία τριετής περίοδος φοίτησης, κατά την οποία οι σπουδαστές εκπαιδεύονταν πρακτικά σε εργαστήρια (Werklehre), λαμβάνοντας παράλληλα θεωρητικά μαθήματα (Formlehre). Κάθε εργαστήριο διέθετε ως επικεφαλής δύο δασκάλους, έναν καλλιτέχνη (Meister der Form) και έναν τεχνίτη ή τεχνικό (Meister des Handwerks), που ειδικεύονταν σε μία ή περισσότερες μορφές τέχνης. Η εκπαίδευση αποσκοπούσε στην απόκτηση τόσο πρακτικών τεχνικών γνώσεων όσο και καλλιτεχνικών δεξιοτήτων, με κύρια φιλοσοφία την μάθηση μέσα από την πράξη. Στα εργαστήρια, οι σπουδαστές διδάσκονταν ελεύθερο σχέδιο, μεταλλοτεχνία, υφαντουργική, ξυλοτεχνία, κεραμεική, τυπογραφία, βιβλιοδεσία και εν γένει τη χρήση διαφορετικών υλικών, όπως γυαλί, ξύλο, μέταλλο κ.λπ. Αξιοσημείωτες θεωρητικές διαλέξεις υπήρξαν αυτές των Κλέε, πάνω σε βασικά προβλήματα της φόρμας, καθώς και τα σεμινάρια του Καντίνσκι.
Παρά τις επιδιώξεις της σχολής, στα πρώτα στάδια της λειτουργίας της δεν κατόρθωσε να εφαρμόσει πλήρως το πρόγραμμά της. Η συνεργασία μεταξύ των διαφορετικών εργαστηριών ήταν συχνά περιορισμένη, ενώ δεν υπήρξε από την αρχή τμήμα αρχιτεκτονικής. Τα πρώτα χρόνια του Μπαουχάους σημαδεύτηκαν επίσης από τη διαμάχη μεταξύ του Γκρόπιους και του Ίτεν, τόσο σε επίπεδο προσωπικών διαφορών όσο και σε επίπεδο αρχών. Ο Ίτεν έδινε ιδιαίτερη έμφαση στην αυτόνομη καλλιτεχνική δημιουργία, που θα μπορούσε να είναι ασύμβατη με τις κοινωνικές ανάγκες, αντίθετα ο Γκρόπιους ενδιαφερόταν πρωτίστως για την ένταξη του καλλιτέχνη στο κοινωνικό σώμα, υποστηρίζοντας τη μετατόπιση της σχολής προς το βιομηχανικό σχεδιασμό, σύμφωνα με το δόγμα «Τέχνη και τεχνολογία, μία νέα ενότητα».[4] Η θέση του Γκρόπιους ήταν πως μια νέα ιστορική περίοδος ξεκινούσε με το τέλος του πολέμου και πως ένα νέο αρχιτεκτονικό ύφος θα έπρεπε να απεικονίσει και να συμβολίσει αυτήν την νέα εποχή, όντας λειτουργικό, φτηνό αλλά ταυτόχρονα με καλλιτεχνικές αξιώσεις. Τη θέση του Ίτεν ανέλαβε το 1923 ο Λάσλο Μόχοϊ-Νάγκυ, ο οποίος δίδαξε το προπαρασκευαστικό μάθημα της σχολής μέχρι το 1928, διατηρώντας όμως κάποιες βασικές αρχές που κληροδότησε ο Ίτεν. Οι νέες τάσεις που ακολούθησε η σχολή το επόμενο διάστημα παρουσιάστηκαν στην έκθεση Μπαουχάους του 1923, η οποία περιλάμβανε αρχιτεκτονικά σχέδια του J. J. P. Oud, του Λε Κορμπυζιέ, του Γκρόπιους και του Georg Muche, καθώς και τοιχογραφίες των Γιοστ Σμίντ, Χέρμπερτ Μπάγιερ και Όσκαρ Σλέμερ.
Η σχολή της Βαϊμάρης επιχορηγήθηκε από τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης και ως κρατική σχολή βρισκόταν σε μεγάλη εξάρτηση από την κυβέρνηση.[5] Από τα πρώτα χρόνια τής λειτουργίας της, υποβλήθηκε σε έντονη κριτική, προερχόμενη κυρίως από συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις,[4] παρά την επιθυμία του Γκρόπιους να διαμορφωθεί μία απολιτική σχολή. Η άνοδος των συντηρητικών κομμάτων της δεξιάς – που επιθυμούσαν από νωρίς το κλείσιμο της σχολής[6] – στις εκλογές του 1924, σηματοδότησαν την παύση της λειτουργίας της σχολής της Βαϊμάρης.
Μετά την πολιτική απόφαση διακοπής τής λειτουργίας της σχολής της Βαϊμάρης, αρκετές γερμανικές πόλεις εξέφρασαν ενδιαφέρον να φιλοξενήσουν τη σχολή Μπαουχάους, μεταξύ αυτών το Μόναχο, το Αμβούργο, το Ντάρμσταντ και η Φραγκφούρτη, προκειμένου να συνεχιστεί το έργο της. Τελικά, η σχολή μεταφέρθηκε στο Ντεσάου, πόλη περισσότερο προοδευτική και βιομηχανική. Το κτίριο της σχολής στο Ντεσάου, καθώς και οι κατοικίες των δασκάλων που σχεδίασε ο Γκρόπιους, αποτέλεσαν την επιτομή της μοντέρνας αρχιτεκτονικής στη Γερμανία και κατατάσσονται στα σημαντικότερα κτίρια του 20ού αιώνα.[7]
Η αλλαγή στην έδρα της σχολής συνοδεύτηκε από βαθύτερες διαφοροποιήσεις στον τρόπο λειτουργίας της. Η διάρκεια του προπαρασκευαστικού μαθήματος διπλασιάστηκε, ενώ ο αριθμός των εργαστηρίων μειώθηκε με την κατάργηση του εργαστηρίου κεραμεικής. Η σχολή έλαβε επίσης τον τίτλο του Ινστιτούτου Σχεδιασμού (Hochschul für Gestaltung) και αναβαθμίστηκε στο ίδιο επίπεδο με άλλες ακαδημίες καλών τεχνών. Το Νοέμβριο του 1925, ο Γκρόπιους ίδρυσε την εταιρεία Μπαουχάους (Bauhaus GmbH), γεγονός που επέτρεπε την εμπορική εκμετάλλευση προϊόντων Μπαουχάους, ενώ από τον Απρίλιο του 1927 λειτούργησε τμήμα αρχιτεκτονικής, υπό την εποπτεία του Χάνες Μέγερ. Το ύφος του Μπαουχάους και οι αρχιτέκτονες που δίδαξαν σε αυτή, επηρέασαν σημαντικά την έκθεση Die Wohnung (Η Κατοικία) που οργανώθηκε από την Deutscher Werkbund στη Στουτγκάρδη. Ένα σημαντικό συστατικό της έκθεσης αποτέλεσε το πρόγραμμα Weissenhof Siedlung, ένα σχέδιο ανέγερσης κατοικιών. Στις αρχές του 1928 ο Γκρόπιους υπέβαλε την παραίτησή του, ως διευθυντής της σχολής, επιλέγοντας να εργαστεί ως αυτόνομος αρχιτέκτονας. Περίπου την ίδια περίοδο αποχώρησαν επίσης οι Μοχόλι-Νάγκυ, Μπάγερ και Μπρόιερ, ενώ τη διεύθυνση της σχολής ανέλαβε ο αρχιτέκτονας Χάνες Μέγερ, μέχρι τον Αύγουστο του 1930.
Τελευταία περίοδος Υπό τη διεύθυνση του Μέγερ, προωθήθηκαν σημαντικές αλλαγές, τόσο στη λειτουργία της σχολής όσο και στις βασικές αρχές πάνω στις οποίες στηρίχθηκε. Ο Μέγερ υπήρξε υποστηρικτής της μαρξιστικής ιδεολογίας και αντιλαμβανόταν τη σχολή περισσότερο ως ένα κοινωνικό φαινόμενο. Το πρόγραμμα σπουδών της στράφηκε κατ' επέκταση στη μαζική παραγωγή, με σκοπό την ικανοποίηση κοινωνικών αναγκών, εγκαταλείποντας τις αρχικές διακηρύξεις για μία ολιστική αντιμετώπιση των μορφών τέχνης. Το τμήμα αρχιτεκτονικής εξελίχθηκε σε έναν από τους κυριότερους τομείς της σχολής, όχι όμως σύμφωνα με τις αρχές που διατυπώθηκαν στο μανιφέστο του Γκρόπιους, αλλά περισσότερο ως ένα αυτόνομο τμήμα της σχολής Μπαουχάους.[4] Ο Μέγερ προώθησε επίσης την είσοδο μαθητών που δεν διέθεταν απαραίτητα την απαιτούμενη κλίση στις τέχνες, θεωρώντας πως o ρόλος της σχολής ήταν η προσέλκυση περισσότερων ανθρώπων και η ενσωμάτωσή τους στην κοινωνία.[8] Η προσήλωση του Μέγερ στις μαρξιστικές ιδέες και ο ισχυρός πολιτικός χαρακτήρας που αποκτούσε η σχολή, συνέβαλαν στην αποχώρησή του διευθυντή της, το 1930, και την αντικατάστασή του από τον Μις βαν ντερ Ρόε, που αποτελούσε επιφανές μέλος της γερμανικής αβαν-γκαρντ αρχιτεκτονικής. Ο βαν ντερ Ρόε επιχείρησε να συνδυάσει τον κοινωνικό χαρακτήρα της σχολής, τον οποίο παράλληλα περιόρισε, με υψηλά αισθητικά κριτήρια. Υπό τη διεύθυνσή του, απαγορεύτηκε κάθε είδους πολιτική δράση εκ μέρους των σπουδαστών, περιορίζοντας τους σκοπούς του προγράμματος σπουδών στη χειροτεχνική και καλλιτεχνική εκπαίδευση των μαθητών. Συνολικά, η σχολή στράφηκε κυρίως στην αρχιτεκτονική, ενώ τα εργαστήρια της έπαψαν να παράγουν οικονομικά εκμεταλλεύσιμα προϊόντα, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση των σπουδαστών. Οι αποφάσεις και οι κατευθύνσεις που ακολούθησε ο βαν ντερ Ρόε έχουν γίνει αντικείμενο ανάμικτης κριτικής από τους ιστορικούς, ανάλογη με τις αντιλήψεις τους για την πορεία που έπρεπε να ακολουθήσει η σχολή Μπαουχάους.[9]
Κάτω από έντονες πολιτικές πιέσεις, η σχολή του Ντεσάου έπαψε να λειτουργεί το 1932. Λειτούργησε εκ νέου στο Βερολίνο, με πρωτοβουλία του βαν ντερ Ρόε, μέχρι το καλοκαίρι του 1933, αυτή τη φορά ως ιδιωτικό «Ανεξάρτητο Εκπαιδευτικό και Ερευνητικό Ινστιτούτο». Η σχολή του Βερολίνου είχε διαφορετικό πρόγραμμα σπουδών, διάρκειας επτά εξαμήνων, που αποσκοπούσε στην εκπαίδευση των σπουδαστών πάνω σε κάθε τομέα της αρχιτεκτονικής. Μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Αδόλφο Χίτλερ το 1933, σημειώθηκε η οριστική παύση λειτουργίας της σχολής Μπαουχάους. Το Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα είχε αντιταχθεί στο Μπαουχάους σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του '20, καθώς το εκλάμβανε ως ένα μέτωπο κομμουνιστών, ειδικά επειδή πολλοί Ρώσοι καλλιτέχνες αναμίχθηκαν με αυτό. Ο Υπουργός Εσωτερικών και Εκπαίδευσης, Wilhelm Frick, υπήρξε ο πρώτος που κινήθηκε κατά των ρευμάτων της μοντέρνας τέχνης, που από το 1934 χαρακτηρίζονταν από το ναζιστικό καθεστώς ως «μη γερμανικά».[10]
Βασικές αρχές και αντίκτυπος
Βασικά χαρακτηριστικά του Μπαουχάους ήταν η απλότητα, η λειτουργικότητα και η χρηστικότητα, με ιδιαίτερη έμφαση σε γεωμετρικές φόρμες και στο χρώμα. Η σχολή Μπαουχάους απέρριπτε κάθε περιττό διακοσμητικό στοιχείο, θεωρώντας πως η ίδια η πρώτη ύλη περιέχει ένα είδος φυσικής και εγγενούς διακοσμητικής ικανότητας. Στόχος της σχολής Μπαουχάους ήταν η αναβάθμιση των προϊόντων μαζικής παραγωγής, όπως τα έπιπλα, αλλά και ολόκληρης της έννοιας της κατοικίας, αν και τάχθηκε αντίθετη στην τάση πλήρους εμπορευματοποίησης, κρατώντας τους καθηγητές που δίδασκαν έξω από τα στενά πλαίσια της παραγωγής, προτρέποντάς τους να θεωρούν το έργο τους έκφραση δημιουργικότητας και τέχνης. Η βαθύτερη θεωρία πάνω στην οποία στηρίχθηκε και η εκπαιδευτική δομή της σχολής Μπάουχαους ήταν πως ο τελικός στόχος είναι ένα ολοκληρωμένο και ενιαίο κτίσμα. Με αυτό τον τρόπο, το κίνημα του Μπαουχάους προσπάθησε να ενοποιήσει την έννοια τηςτέχνης με τη διαδικασία της παραγωγής, υποτάσσοντας παράλληλα τα τεχνικά μηχανικά μέσα στην ανθρώπινη δημιουργικότητα. Η σχολή αξιοποίησε την ανθρώπινη ατομική προσπάθεια στα πλαίσια μιας βιομηχανικής παραγωγής που στο παρελθόν ήταν απόλυτα τυποποιημένη.
Το Μπαουχάους άσκησε σημαντική επίδραση στις τάσεις της τέχνης και της αρχιτεκτονικής στη δυτική Ευρώπη αλλά και στις Ηνωμένες Πολιτείεςόταν πολλοί από τους καλλιτέχνες που αναμίχθηκαν σε αυτό εξορίστηκαν από το ναζιστικό καθεστώς και αναζήτησαν την τύχη τους εκεί. Οι μέθοδοι διδασκαλίας και οι ιδέες που προώθησε η σχολή, μεταδόθηκαν μέσα από τους σπουδαστές και άλλους φορείς. Οι Βάλτερ Γκρόπιους, Μαρσέλ Μπρόιερ και Μόχοϊ-Νάγκυ εργάστηκαν μαζί στα μέσα της δεκαετίας του '30 στην Αγγλία, για την εταιρεία Isokon μέχρι το ξέσπασμα του πολέμου. Στα τέλη της δεκαετίας του '30 ο βαν ντερ Ρόε εγκαταστάθηκε στο Σικάγο, όπου συνέχισε με επιτυχία το αρχιτεκτονικό του έργο, αναλαμβάνοντας τη διεύθυνση του τμήματος αρχιτεκτονικής του Ινστιτούτου Τεχνολογίας τού Ιλινόις (Armour Institute). Ο Μόχοϊ-Νάγκυ ίδρυσε το 1937, στο Σικάγο, το «Νέο Μπαουχάους» (New Bauhaus, μετέπειτα Institute od Design) χάρη στη χορηγία του βιομηχάνου Walter Paepcke. Ο Χέρμπερτ Μπάγερ, με την υποστήριξη του Paepcke συμμετείχε σε αρκετά προγράμματα για το Άσπεν των ΗΠΑ, συμμετέχοντας και στη δημιουργία του Ινστιτούτου Άσπεν. Τόσο ο Γκρόπιους όσο και ο Μπρόιερ δίδαξαν στη σχολή σχεδίου του Χάρβαρντ (Harvard Graduate School of Design) ενώ συνεργάστηκαν και επαγγελματικά μέχρι το 1941. Το τμήμα του Χάρβαρντ είχε μεγάλη επιρροή στα τέλη της δεκαετίας του '40 και στις αρχές της δεκαετίας του '50, με αποφοίτους όπως οι Philip Johnson, Ι.Μ. Πέι, Lawrence Halprin και Paul Rudolph.
Την περίοδο 1953-68, λειτούργησε στη Δυτική Γερμανία η Hochschule für Gestaltung, γνωστή ως Σχολή του Ουλμ, αποτελώντας σε ένα βαθμό διάδοχο του Μπαουχάους. Το 1960 ιδρύθηκε το Αρχείο Μπαουχάους (Bauhausarchiv) στο Ντάρμσταντ, από τον Hans Maria Wingler, με σκοπό την έρευνα και την προβολή της ιστορίας και της επίδρασης τής σχολής. Το 1971 μεταφέρθηκε στο δυτικό Βερολίνο και στεγάστηκε σε κτίριο που σχεδίασε ο Βάλτερ Γκρόπιους, ενώ εξελίχθηκε παράλληλα σε μουσείο για το βιομηχανικό σχεδιασμό. Το 1994 ιδρύθηκε το δημόσιο Ίδρυμα Bauhaus-Dessau, χάρη στο οποίο το κολέγιο Bauhaus-Dessau άρχισε από το 1999 να προσφέρει μεταπτυχιακά προγράμματα με συμμετέχοντες από όλο τον κόσμο.
Σήμερα η σχολή του Μπαουχάους είναι ένα σύμβολο του μοντερνισμού, με μεγάλη επίδραση στην εξέλιξη του λειτουργισμού (φονξιοναλισμός). Η σημαντικότερη συμβολή του βρίσκεται στον τομέα της σχεδίασης βιομηχανικών προϊόντων και ειδικότερα του σχεδιασμού επίπλων. Πολλά χαρακτηριστικά προϊόντα Μπαουχάους κυκλοφορούν απαράλλακτα ως σήμερα, όπως οι ταπετσαρίες, τα υφάσματα, τα φωτιστικά και οι διάσημες μεταλλικές πολυθρόνες.
Αρχιτεκτονική παραγωγή
Εντός της σχολής διδασκόταν ό,τι είχε σχέση με την αρχιτεκτονική, το σχέδιο αλλά και την τελική κατασκευή. Το παράδοξο στα πρώτα χρόνια λειτουργίας της ήταν ότι, αν και υποστήριζε ότι ο απώτερος στόχος όλης της δημιουργικής δραστηριότητας ήταν το χτίσιμο και η κατασκευή έργων, η σχολή δεν πρόσφερε μαθήματα αρχιτεκτονικής παρά μόνο μετά το 1927. Κατά την περίοδο τής διεύθυνσης της σχολής από τον Βάλτερ Γκρόπιους και τον Μέγερ, η αρχιτεκτονική παραγωγή του Μπαουχάους ανήκε ουσιαστικά στους ίδιους, με αξιοσημείωτα έργα την κατοικία του Άντολφ Ζόμερφελντ και την οικία Otte στο Βερολίνο, καθώς και τα σχέδια για τον πύργοTribune Tower στο Σικάγο που υπέβαλε το γραφείο του Γκρόπιους στα πλαίσια διαγωνισμού. Τα κτίρια της σχολής Μπάουχαους στο Ντεσάου θεωρούνται επίσης πολύ σημαντικά. Οι σπουδαστές της σχολής συνεισέφεραν κυρίως σε μικρότερης εμβέλειας εργασίες στους εσωτερικούς χώρους (σχεδίαση γραφείων, αγγειοπλαστική, εσωτερική διακόσμηση κ.τ.λ). Στα δύο χρόνια της διεύθυνσης του Μέγερ, η φιλοσοφία της σχολής μετατοπίστηκε από την αισθητική αρτιότητα προς τη λειτουργικότητα και την ικανοποίηση των απαιτήσεων του χρήστη. Σε αυτή την περίοδο ανατέθηκαν στη σχολή σημαντικά έργα, μεταξύ των οποίων ένα για την πόλη του Ντεσάου, που αφορούσε την κατασκευή πέντε διαμερισμάτων που διατηρούνται έως σήμερα, και ένα για την πόλη του Bernau και την κατασκευή των γραφείων του Ομοσπονδιακού Σχολείου των Γερμανικών Συνδικάτων (ADGB).
Όταν ανέλαβε τη διεύθυνση της σχολής ο Μις βαν ντερ Ρόε, αποκήρυξε τις προγενέστερες πολιτικές των Γκρόπιους και Μέγερ καθώς και όλους τους υποστηρικτές τους, ωστόσο σε αυτή την περίοδο δεν σημειώνεται κανένα υλοποιημένο πρόγραμμα ή έργο από τη σχολή. Σε ότι αφορά την αρχιτεκτονική παραγωγή, η άποψη πως η σχολή Bauhaus ευθύνεται για ένα εκτενές έργο κατασκευής πολλών κατοικιών δεν είναι ακριβής. Άλλωστε, δεν ήταν η πρώτη προτεραιότητα των Γκρόπιους και βαν ντερ Ρόε.
Το Μπάουχαους δεν ήταν η μοναδική πρωτοπορία κατά την διάρκεια του Λειτουργισμού, Στην Φρανκφούρτη ο Ερνστ Μάυ είχε ξεκινήσει το project Νέα Φρανκφούρτη (Neues Frankfurt) είναι υπεύθυνο για πλήθος πρωτοποριακών κατοικιών που χτίστηκαν την περίοδο εκείνη στη Φρανκφούρτη.
Μερικοί από τους πλέον σημαντικούς καλλιτέχνες και αρχιτέκτονες που δίδαξαν στη σχολή Bauhaus είναι:
Βιομηχανικοί σχεδιαστές και αρχιτέκτονες ·
Μις βαν ντερ Ρόε (Mies van der Rohe)
· Βάλτερ Γκρόπιους (Walter Gropius)
· Μαριάνε Μπραντ (Marianne Brandt)
· Μαρσέλ Μπρόιερ (Marcel Breuer)
· Κρίστιαν Ντελ (Christian Dell)
· Ludwig Hilberseimer
· Ιωάννης Δεσποτόπουλος (Jan Despo)
Ζωγράφοι και γλύπτες
Γιόζεφ Άλμπερς ·
Γιοχάνες Ίττεν
Βασίλι Καντίνσκυ (Wassily Kandinsky)
· Πάουλ Κλέε (Paul Klee)
Γκέρχαρντ Μαρκς
· Λάσλο Μόχολι-Νάγκι
· Λάιονελ Φάινινγκερ
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Με τον όρο Μπαουχάους ή Μπάουχαους (γερμ. Staatliches Bauhaus ή Bauhaus) αναφερόμαστε στην καλλιτεχνική και αρχιτεκτονικήσχολή που ιδρύθηκε από τον Βάλτερ Γκρόπιους και αναπτύχθηκε την περίοδο 1919-1933 στη Γερμανία.
Γενικά
Το ύφος της σχολής Μπαουχάους επέδρασε καταλυτικά στην εξέλιξη της σύγχρονης τέχνης, ειδικότερα στους τομείς της αρχιτεκτονικής και του βιομηχανικού σχεδιασμού, ενώ τα έργα που παράχθηκαν μέσα από τα εργαστήρια της σχολής έγιναν αντικείμενα εκτεταμένης αναπαραγωγής.
Λειτούργησε σε τρεις διαφορετικές πόλεις της Γερμανίας, στη Βαϊμάρη (1919-25), στο Ντεσάου (1925-32) και στο Βερολίνο (1932-33), υπό την διεύθυνση των Βάλτερ Γκρόπιους (1919-28), Χάνες Μέγιερ (1928-30) και Μις βαν ντερ Ρόε (1930-33) αντίστοιχα. Οι αλλαγές στην έδρα και στην ηγεσία της συνδέονταν με αντίστοιχες διαφοροποιήσεις στην πολιτική της αλλά και στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ύφους της. Ανάμεσα στις κεντρικές ιδέες που προώθησε η σχολή, ήταν η χρήση της τεχνολογίας για καλλιτεχνικούς σκοπούς, η απουσία διάκρισης μεταξύ καλών και εφαρμοσμένων τεχνών, καθώς και η αναγκαιότητα της σφαιρικής διδασκαλίας όλων των μορφών τέχνης.[2] Επανέφερε τη διδασκαλία σε εργαστήρια, σε αντίθεση με τον τρόπο λειτουργίας των ακαδημιών, και στο μικρό χρονικό διάστημα που λειτούργησε, δίδαξαν επιφανείς καλλιτέχνες του 20ού αιώνα, όπως ο Βασίλι Καντίνσκι, ο Γιοχάνες Ίτεν, ο Μαρσέλ Μπρόιερ και ο Πάουλ Κλέε.
Ιστορία
Οι ιστορικές ρίζες του Μπαουχάους τοποθετούνται συχνά στα μέσα του 19ου αιώνα και το Βρετανικό κίνημα Arts and Crafts του Γουίλιαμ Μόρις, συνδεδεμένο με τις ευρύτερες προσπάθειες ενοποίησης της καλλιτεχνικής έκφρασης με τη δημιουργία πρακτικών κατασκευών, που σημειώθηκαν μετά τη βιομηχανική επανάσταση. H σχολή του Μπαουχάους ιδρύθηκε το 1919 από τον Βάλτερ Γκρόπιους στη συντηρητική πόλη της Βαϊμάρης και αρχικά αποτέλεσε ένα είδος συγχώνευσης της Ακαδημίας Καλών Τεχνών της Βαϊμάρης (γερμ. Grossherzogliche Sächsische Hochschule für Bildende Kunst) με την Σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών της Βαϊμάρης (γερμ. Kunstgewerbeschule). Το όνομά της προήλθε από αντιστροφή της γερμανικής λέξης Hausbau («οικοδόμηση»).[1] Ο απώτερος σκοπός του Μπαουχάους ήταν να αποτελέσει μια ενιαία σχολή τόσο στην αρχιτεκτονική όσο και στις καλές τέχνες. Βασική αρχή της σχολής ήταν το ανοιχτό πνεύμα μπροστά στις νέες προκλήσεις της εποχής αλλά και ειδικότερα η προσέγγισή τους, περισσότερο από μια πρακτική άποψη και λιγότερο θεωρητικά. Στο μανιφέστο του Μπαουχάους που δημοσιεύτηκε το 1919, ο Γκρόπιους ανέλυσε το εκπαιδευτικό πρόγραμμα της σχολής και τόνισε την αναγκαιότητα κατάργησης τής διάκρισης μεταξύ σπουδαστών στην τέχνη και στην τεχνική κατάρτιση, με όραμα τη δημιουργία ενός νέου τύπου κτιρίου του μέλλοντος, το οποίο θα συνδύαζε την αρχιτεκτονική, τη γλυπτική και τη ζωγραφική σε μία ενιαία φόρμα.[3]
Ο Γκρόπιους επιθυμούσε να αναλάβουν το ρόλο των καθηγητών διακεκριμένοι και διάσημοι καλλιτέχνες, ακόμα και αν το έργο τους ήταν δυσπρόσιτο. Μεταξύ των πρώτων που δίδαξαν στη σχολή ήταν οι ζωγράφοι Γιοχάνες Ίτεν, Λάιονελ Φάινινγκερ, Πάουλ Κλέε και Βασίλι Καντίνσκι, καθώς και οι γλύπτες Γκέρχαρντ Μαρκς και Όσκαρ Σλέμερ. Ο Ίτεν υπήρξε μία από τις πιο επιδραστικές προσωπικότητες της σχολής και εκείνος που διαμόρφωσε τον πρώτο κύκλο σπουδών στη σχολή.[4] Το πρόγραμμα σπουδών περιλάμβανε ένα αρχικό προπαρασκευαστικό στάδιο (Vorlehre) διάρκειας έξι μηνών και στη συνέχεια ακολουθούσε μία τριετής περίοδος φοίτησης, κατά την οποία οι σπουδαστές εκπαιδεύονταν πρακτικά σε εργαστήρια (Werklehre), λαμβάνοντας παράλληλα θεωρητικά μαθήματα (Formlehre). Κάθε εργαστήριο διέθετε ως επικεφαλής δύο δασκάλους, έναν καλλιτέχνη (Meister der Form) και έναν τεχνίτη ή τεχνικό (Meister des Handwerks), που ειδικεύονταν σε μία ή περισσότερες μορφές τέχνης. Η εκπαίδευση αποσκοπούσε στην απόκτηση τόσο πρακτικών τεχνικών γνώσεων όσο και καλλιτεχνικών δεξιοτήτων, με κύρια φιλοσοφία την μάθηση μέσα από την πράξη. Στα εργαστήρια, οι σπουδαστές διδάσκονταν ελεύθερο σχέδιο, μεταλλοτεχνία, υφαντουργική, ξυλοτεχνία, κεραμεική, τυπογραφία, βιβλιοδεσία και εν γένει τη χρήση διαφορετικών υλικών, όπως γυαλί, ξύλο, μέταλλο κ.λπ. Αξιοσημείωτες θεωρητικές διαλέξεις υπήρξαν αυτές των Κλέε, πάνω σε βασικά προβλήματα της φόρμας, καθώς και τα σεμινάρια του Καντίνσκι.
Παρά τις επιδιώξεις της σχολής, στα πρώτα στάδια της λειτουργίας της δεν κατόρθωσε να εφαρμόσει πλήρως το πρόγραμμά της. Η συνεργασία μεταξύ των διαφορετικών εργαστηριών ήταν συχνά περιορισμένη, ενώ δεν υπήρξε από την αρχή τμήμα αρχιτεκτονικής. Τα πρώτα χρόνια του Μπαουχάους σημαδεύτηκαν επίσης από τη διαμάχη μεταξύ του Γκρόπιους και του Ίτεν, τόσο σε επίπεδο προσωπικών διαφορών όσο και σε επίπεδο αρχών. Ο Ίτεν έδινε ιδιαίτερη έμφαση στην αυτόνομη καλλιτεχνική δημιουργία, που θα μπορούσε να είναι ασύμβατη με τις κοινωνικές ανάγκες, αντίθετα ο Γκρόπιους ενδιαφερόταν πρωτίστως για την ένταξη του καλλιτέχνη στο κοινωνικό σώμα, υποστηρίζοντας τη μετατόπιση της σχολής προς το βιομηχανικό σχεδιασμό, σύμφωνα με το δόγμα «Τέχνη και τεχνολογία, μία νέα ενότητα».[4] Η θέση του Γκρόπιους ήταν πως μια νέα ιστορική περίοδος ξεκινούσε με το τέλος του πολέμου και πως ένα νέο αρχιτεκτονικό ύφος θα έπρεπε να απεικονίσει και να συμβολίσει αυτήν την νέα εποχή, όντας λειτουργικό, φτηνό αλλά ταυτόχρονα με καλλιτεχνικές αξιώσεις. Τη θέση του Ίτεν ανέλαβε το 1923 ο Λάσλο Μόχοϊ-Νάγκυ, ο οποίος δίδαξε το προπαρασκευαστικό μάθημα της σχολής μέχρι το 1928, διατηρώντας όμως κάποιες βασικές αρχές που κληροδότησε ο Ίτεν. Οι νέες τάσεις που ακολούθησε η σχολή το επόμενο διάστημα παρουσιάστηκαν στην έκθεση Μπαουχάους του 1923, η οποία περιλάμβανε αρχιτεκτονικά σχέδια του J. J. P. Oud, του Λε Κορμπυζιέ, του Γκρόπιους και του Georg Muche, καθώς και τοιχογραφίες των Γιοστ Σμίντ, Χέρμπερτ Μπάγιερ και Όσκαρ Σλέμερ.
Η σχολή της Βαϊμάρης επιχορηγήθηκε από τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης και ως κρατική σχολή βρισκόταν σε μεγάλη εξάρτηση από την κυβέρνηση.[5] Από τα πρώτα χρόνια τής λειτουργίας της, υποβλήθηκε σε έντονη κριτική, προερχόμενη κυρίως από συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις,[4] παρά την επιθυμία του Γκρόπιους να διαμορφωθεί μία απολιτική σχολή. Η άνοδος των συντηρητικών κομμάτων της δεξιάς – που επιθυμούσαν από νωρίς το κλείσιμο της σχολής[6] – στις εκλογές του 1924, σηματοδότησαν την παύση της λειτουργίας της σχολής της Βαϊμάρης.
Μετά την πολιτική απόφαση διακοπής τής λειτουργίας της σχολής της Βαϊμάρης, αρκετές γερμανικές πόλεις εξέφρασαν ενδιαφέρον να φιλοξενήσουν τη σχολή Μπαουχάους, μεταξύ αυτών το Μόναχο, το Αμβούργο, το Ντάρμσταντ και η Φραγκφούρτη, προκειμένου να συνεχιστεί το έργο της. Τελικά, η σχολή μεταφέρθηκε στο Ντεσάου, πόλη περισσότερο προοδευτική και βιομηχανική. Το κτίριο της σχολής στο Ντεσάου, καθώς και οι κατοικίες των δασκάλων που σχεδίασε ο Γκρόπιους, αποτέλεσαν την επιτομή της μοντέρνας αρχιτεκτονικής στη Γερμανία και κατατάσσονται στα σημαντικότερα κτίρια του 20ού αιώνα.[7]
Η αλλαγή στην έδρα της σχολής συνοδεύτηκε από βαθύτερες διαφοροποιήσεις στον τρόπο λειτουργίας της. Η διάρκεια του προπαρασκευαστικού μαθήματος διπλασιάστηκε, ενώ ο αριθμός των εργαστηρίων μειώθηκε με την κατάργηση του εργαστηρίου κεραμεικής. Η σχολή έλαβε επίσης τον τίτλο του Ινστιτούτου Σχεδιασμού (Hochschul für Gestaltung) και αναβαθμίστηκε στο ίδιο επίπεδο με άλλες ακαδημίες καλών τεχνών. Το Νοέμβριο του 1925, ο Γκρόπιους ίδρυσε την εταιρεία Μπαουχάους (Bauhaus GmbH), γεγονός που επέτρεπε την εμπορική εκμετάλλευση προϊόντων Μπαουχάους, ενώ από τον Απρίλιο του 1927 λειτούργησε τμήμα αρχιτεκτονικής, υπό την εποπτεία του Χάνες Μέγερ. Το ύφος του Μπαουχάους και οι αρχιτέκτονες που δίδαξαν σε αυτή, επηρέασαν σημαντικά την έκθεση Die Wohnung (Η Κατοικία) που οργανώθηκε από την Deutscher Werkbund στη Στουτγκάρδη. Ένα σημαντικό συστατικό της έκθεσης αποτέλεσε το πρόγραμμα Weissenhof Siedlung, ένα σχέδιο ανέγερσης κατοικιών. Στις αρχές του 1928 ο Γκρόπιους υπέβαλε την παραίτησή του, ως διευθυντής της σχολής, επιλέγοντας να εργαστεί ως αυτόνομος αρχιτέκτονας. Περίπου την ίδια περίοδο αποχώρησαν επίσης οι Μοχόλι-Νάγκυ, Μπάγερ και Μπρόιερ, ενώ τη διεύθυνση της σχολής ανέλαβε ο αρχιτέκτονας Χάνες Μέγερ, μέχρι τον Αύγουστο του 1930.
Τελευταία περίοδος Υπό τη διεύθυνση του Μέγερ, προωθήθηκαν σημαντικές αλλαγές, τόσο στη λειτουργία της σχολής όσο και στις βασικές αρχές πάνω στις οποίες στηρίχθηκε. Ο Μέγερ υπήρξε υποστηρικτής της μαρξιστικής ιδεολογίας και αντιλαμβανόταν τη σχολή περισσότερο ως ένα κοινωνικό φαινόμενο. Το πρόγραμμα σπουδών της στράφηκε κατ' επέκταση στη μαζική παραγωγή, με σκοπό την ικανοποίηση κοινωνικών αναγκών, εγκαταλείποντας τις αρχικές διακηρύξεις για μία ολιστική αντιμετώπιση των μορφών τέχνης. Το τμήμα αρχιτεκτονικής εξελίχθηκε σε έναν από τους κυριότερους τομείς της σχολής, όχι όμως σύμφωνα με τις αρχές που διατυπώθηκαν στο μανιφέστο του Γκρόπιους, αλλά περισσότερο ως ένα αυτόνομο τμήμα της σχολής Μπαουχάους.[4] Ο Μέγερ προώθησε επίσης την είσοδο μαθητών που δεν διέθεταν απαραίτητα την απαιτούμενη κλίση στις τέχνες, θεωρώντας πως o ρόλος της σχολής ήταν η προσέλκυση περισσότερων ανθρώπων και η ενσωμάτωσή τους στην κοινωνία.[8] Η προσήλωση του Μέγερ στις μαρξιστικές ιδέες και ο ισχυρός πολιτικός χαρακτήρας που αποκτούσε η σχολή, συνέβαλαν στην αποχώρησή του διευθυντή της, το 1930, και την αντικατάστασή του από τον Μις βαν ντερ Ρόε, που αποτελούσε επιφανές μέλος της γερμανικής αβαν-γκαρντ αρχιτεκτονικής. Ο βαν ντερ Ρόε επιχείρησε να συνδυάσει τον κοινωνικό χαρακτήρα της σχολής, τον οποίο παράλληλα περιόρισε, με υψηλά αισθητικά κριτήρια. Υπό τη διεύθυνσή του, απαγορεύτηκε κάθε είδους πολιτική δράση εκ μέρους των σπουδαστών, περιορίζοντας τους σκοπούς του προγράμματος σπουδών στη χειροτεχνική και καλλιτεχνική εκπαίδευση των μαθητών. Συνολικά, η σχολή στράφηκε κυρίως στην αρχιτεκτονική, ενώ τα εργαστήρια της έπαψαν να παράγουν οικονομικά εκμεταλλεύσιμα προϊόντα, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση των σπουδαστών. Οι αποφάσεις και οι κατευθύνσεις που ακολούθησε ο βαν ντερ Ρόε έχουν γίνει αντικείμενο ανάμικτης κριτικής από τους ιστορικούς, ανάλογη με τις αντιλήψεις τους για την πορεία που έπρεπε να ακολουθήσει η σχολή Μπαουχάους.[9]
Κάτω από έντονες πολιτικές πιέσεις, η σχολή του Ντεσάου έπαψε να λειτουργεί το 1932. Λειτούργησε εκ νέου στο Βερολίνο, με πρωτοβουλία του βαν ντερ Ρόε, μέχρι το καλοκαίρι του 1933, αυτή τη φορά ως ιδιωτικό «Ανεξάρτητο Εκπαιδευτικό και Ερευνητικό Ινστιτούτο». Η σχολή του Βερολίνου είχε διαφορετικό πρόγραμμα σπουδών, διάρκειας επτά εξαμήνων, που αποσκοπούσε στην εκπαίδευση των σπουδαστών πάνω σε κάθε τομέα της αρχιτεκτονικής. Μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Αδόλφο Χίτλερ το 1933, σημειώθηκε η οριστική παύση λειτουργίας της σχολής Μπαουχάους. Το Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα είχε αντιταχθεί στο Μπαουχάους σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του '20, καθώς το εκλάμβανε ως ένα μέτωπο κομμουνιστών, ειδικά επειδή πολλοί Ρώσοι καλλιτέχνες αναμίχθηκαν με αυτό. Ο Υπουργός Εσωτερικών και Εκπαίδευσης, Wilhelm Frick, υπήρξε ο πρώτος που κινήθηκε κατά των ρευμάτων της μοντέρνας τέχνης, που από το 1934 χαρακτηρίζονταν από το ναζιστικό καθεστώς ως «μη γερμανικά».[10]
Βασικές αρχές και αντίκτυπος
Βασικά χαρακτηριστικά του Μπαουχάους ήταν η απλότητα, η λειτουργικότητα και η χρηστικότητα, με ιδιαίτερη έμφαση σε γεωμετρικές φόρμες και στο χρώμα. Η σχολή Μπαουχάους απέρριπτε κάθε περιττό διακοσμητικό στοιχείο, θεωρώντας πως η ίδια η πρώτη ύλη περιέχει ένα είδος φυσικής και εγγενούς διακοσμητικής ικανότητας. Στόχος της σχολής Μπαουχάους ήταν η αναβάθμιση των προϊόντων μαζικής παραγωγής, όπως τα έπιπλα, αλλά και ολόκληρης της έννοιας της κατοικίας, αν και τάχθηκε αντίθετη στην τάση πλήρους εμπορευματοποίησης, κρατώντας τους καθηγητές που δίδασκαν έξω από τα στενά πλαίσια της παραγωγής, προτρέποντάς τους να θεωρούν το έργο τους έκφραση δημιουργικότητας και τέχνης. Η βαθύτερη θεωρία πάνω στην οποία στηρίχθηκε και η εκπαιδευτική δομή της σχολής Μπάουχαους ήταν πως ο τελικός στόχος είναι ένα ολοκληρωμένο και ενιαίο κτίσμα. Με αυτό τον τρόπο, το κίνημα του Μπαουχάους προσπάθησε να ενοποιήσει την έννοια τηςτέχνης με τη διαδικασία της παραγωγής, υποτάσσοντας παράλληλα τα τεχνικά μηχανικά μέσα στην ανθρώπινη δημιουργικότητα. Η σχολή αξιοποίησε την ανθρώπινη ατομική προσπάθεια στα πλαίσια μιας βιομηχανικής παραγωγής που στο παρελθόν ήταν απόλυτα τυποποιημένη.
Το Μπαουχάους άσκησε σημαντική επίδραση στις τάσεις της τέχνης και της αρχιτεκτονικής στη δυτική Ευρώπη αλλά και στις Ηνωμένες Πολιτείεςόταν πολλοί από τους καλλιτέχνες που αναμίχθηκαν σε αυτό εξορίστηκαν από το ναζιστικό καθεστώς και αναζήτησαν την τύχη τους εκεί. Οι μέθοδοι διδασκαλίας και οι ιδέες που προώθησε η σχολή, μεταδόθηκαν μέσα από τους σπουδαστές και άλλους φορείς. Οι Βάλτερ Γκρόπιους, Μαρσέλ Μπρόιερ και Μόχοϊ-Νάγκυ εργάστηκαν μαζί στα μέσα της δεκαετίας του '30 στην Αγγλία, για την εταιρεία Isokon μέχρι το ξέσπασμα του πολέμου. Στα τέλη της δεκαετίας του '30 ο βαν ντερ Ρόε εγκαταστάθηκε στο Σικάγο, όπου συνέχισε με επιτυχία το αρχιτεκτονικό του έργο, αναλαμβάνοντας τη διεύθυνση του τμήματος αρχιτεκτονικής του Ινστιτούτου Τεχνολογίας τού Ιλινόις (Armour Institute). Ο Μόχοϊ-Νάγκυ ίδρυσε το 1937, στο Σικάγο, το «Νέο Μπαουχάους» (New Bauhaus, μετέπειτα Institute od Design) χάρη στη χορηγία του βιομηχάνου Walter Paepcke. Ο Χέρμπερτ Μπάγερ, με την υποστήριξη του Paepcke συμμετείχε σε αρκετά προγράμματα για το Άσπεν των ΗΠΑ, συμμετέχοντας και στη δημιουργία του Ινστιτούτου Άσπεν. Τόσο ο Γκρόπιους όσο και ο Μπρόιερ δίδαξαν στη σχολή σχεδίου του Χάρβαρντ (Harvard Graduate School of Design) ενώ συνεργάστηκαν και επαγγελματικά μέχρι το 1941. Το τμήμα του Χάρβαρντ είχε μεγάλη επιρροή στα τέλη της δεκαετίας του '40 και στις αρχές της δεκαετίας του '50, με αποφοίτους όπως οι Philip Johnson, Ι.Μ. Πέι, Lawrence Halprin και Paul Rudolph.
Την περίοδο 1953-68, λειτούργησε στη Δυτική Γερμανία η Hochschule für Gestaltung, γνωστή ως Σχολή του Ουλμ, αποτελώντας σε ένα βαθμό διάδοχο του Μπαουχάους. Το 1960 ιδρύθηκε το Αρχείο Μπαουχάους (Bauhausarchiv) στο Ντάρμσταντ, από τον Hans Maria Wingler, με σκοπό την έρευνα και την προβολή της ιστορίας και της επίδρασης τής σχολής. Το 1971 μεταφέρθηκε στο δυτικό Βερολίνο και στεγάστηκε σε κτίριο που σχεδίασε ο Βάλτερ Γκρόπιους, ενώ εξελίχθηκε παράλληλα σε μουσείο για το βιομηχανικό σχεδιασμό. Το 1994 ιδρύθηκε το δημόσιο Ίδρυμα Bauhaus-Dessau, χάρη στο οποίο το κολέγιο Bauhaus-Dessau άρχισε από το 1999 να προσφέρει μεταπτυχιακά προγράμματα με συμμετέχοντες από όλο τον κόσμο.
Σήμερα η σχολή του Μπαουχάους είναι ένα σύμβολο του μοντερνισμού, με μεγάλη επίδραση στην εξέλιξη του λειτουργισμού (φονξιοναλισμός). Η σημαντικότερη συμβολή του βρίσκεται στον τομέα της σχεδίασης βιομηχανικών προϊόντων και ειδικότερα του σχεδιασμού επίπλων. Πολλά χαρακτηριστικά προϊόντα Μπαουχάους κυκλοφορούν απαράλλακτα ως σήμερα, όπως οι ταπετσαρίες, τα υφάσματα, τα φωτιστικά και οι διάσημες μεταλλικές πολυθρόνες.
Αρχιτεκτονική παραγωγή
Εντός της σχολής διδασκόταν ό,τι είχε σχέση με την αρχιτεκτονική, το σχέδιο αλλά και την τελική κατασκευή. Το παράδοξο στα πρώτα χρόνια λειτουργίας της ήταν ότι, αν και υποστήριζε ότι ο απώτερος στόχος όλης της δημιουργικής δραστηριότητας ήταν το χτίσιμο και η κατασκευή έργων, η σχολή δεν πρόσφερε μαθήματα αρχιτεκτονικής παρά μόνο μετά το 1927. Κατά την περίοδο τής διεύθυνσης της σχολής από τον Βάλτερ Γκρόπιους και τον Μέγερ, η αρχιτεκτονική παραγωγή του Μπαουχάους ανήκε ουσιαστικά στους ίδιους, με αξιοσημείωτα έργα την κατοικία του Άντολφ Ζόμερφελντ και την οικία Otte στο Βερολίνο, καθώς και τα σχέδια για τον πύργοTribune Tower στο Σικάγο που υπέβαλε το γραφείο του Γκρόπιους στα πλαίσια διαγωνισμού. Τα κτίρια της σχολής Μπάουχαους στο Ντεσάου θεωρούνται επίσης πολύ σημαντικά. Οι σπουδαστές της σχολής συνεισέφεραν κυρίως σε μικρότερης εμβέλειας εργασίες στους εσωτερικούς χώρους (σχεδίαση γραφείων, αγγειοπλαστική, εσωτερική διακόσμηση κ.τ.λ). Στα δύο χρόνια της διεύθυνσης του Μέγερ, η φιλοσοφία της σχολής μετατοπίστηκε από την αισθητική αρτιότητα προς τη λειτουργικότητα και την ικανοποίηση των απαιτήσεων του χρήστη. Σε αυτή την περίοδο ανατέθηκαν στη σχολή σημαντικά έργα, μεταξύ των οποίων ένα για την πόλη του Ντεσάου, που αφορούσε την κατασκευή πέντε διαμερισμάτων που διατηρούνται έως σήμερα, και ένα για την πόλη του Bernau και την κατασκευή των γραφείων του Ομοσπονδιακού Σχολείου των Γερμανικών Συνδικάτων (ADGB).
Όταν ανέλαβε τη διεύθυνση της σχολής ο Μις βαν ντερ Ρόε, αποκήρυξε τις προγενέστερες πολιτικές των Γκρόπιους και Μέγερ καθώς και όλους τους υποστηρικτές τους, ωστόσο σε αυτή την περίοδο δεν σημειώνεται κανένα υλοποιημένο πρόγραμμα ή έργο από τη σχολή. Σε ότι αφορά την αρχιτεκτονική παραγωγή, η άποψη πως η σχολή Bauhaus ευθύνεται για ένα εκτενές έργο κατασκευής πολλών κατοικιών δεν είναι ακριβής. Άλλωστε, δεν ήταν η πρώτη προτεραιότητα των Γκρόπιους και βαν ντερ Ρόε.
Το Μπάουχαους δεν ήταν η μοναδική πρωτοπορία κατά την διάρκεια του Λειτουργισμού, Στην Φρανκφούρτη ο Ερνστ Μάυ είχε ξεκινήσει το project Νέα Φρανκφούρτη (Neues Frankfurt) είναι υπεύθυνο για πλήθος πρωτοποριακών κατοικιών που χτίστηκαν την περίοδο εκείνη στη Φρανκφούρτη.
Μερικοί από τους πλέον σημαντικούς καλλιτέχνες και αρχιτέκτονες που δίδαξαν στη σχολή Bauhaus είναι:
Βιομηχανικοί σχεδιαστές και αρχιτέκτονες ·
Μις βαν ντερ Ρόε (Mies van der Rohe)
· Βάλτερ Γκρόπιους (Walter Gropius)
· Μαριάνε Μπραντ (Marianne Brandt)
· Μαρσέλ Μπρόιερ (Marcel Breuer)
· Κρίστιαν Ντελ (Christian Dell)
· Ludwig Hilberseimer
· Ιωάννης Δεσποτόπουλος (Jan Despo)
Ζωγράφοι και γλύπτες
Γιόζεφ Άλμπερς ·
Γιοχάνες Ίττεν
Βασίλι Καντίνσκυ (Wassily Kandinsky)
· Πάουλ Κλέε (Paul Klee)
Γκέρχαρντ Μαρκς
· Λάσλο Μόχολι-Νάγκι
· Λάιονελ Φάινινγκερ
Το μέλλον της «Πλάκας»
Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989 τα προκατασκευασμένα, ογκώδη συγκροτήματα κατοικιών της Ανατολικής Γερμανίας αντιμετωπίστηκαν ως ένα μεγάλο πολεοδομικό πρόβλημα. Με μια δόση τρυφερής ειρωνείας αλλά και περιφρόνησης αυτές οι κατασκευές, οι οποίες υπήρχαν σχεδόν σε κάθε μεγάλη πόλη ήδη από τη δεκαετία του '60, έγιναν γνωστές ως η «Πλάκα» (die Platte).
Το τεράστιο μέγεθος, ο μονότονος σχεδιασμός και η έλλειψη υποδομών σε κατοικίες όπως αυτές που υπάρχουν στην περιοχή Hellersdorf-Marzahn στο Βερολίνο και στην Halle-Neustadt αποτέλεσαν μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της περιόδου που ακολούθησε την επανένωση των δυο Γερμανιών. Μετά το 1989 η «Πλάκα», κάποτε η επιτομή του μοντέρνου, της προόδου, της άνεσης και της σοσιαλιστικής ανάμειξης των κοινωνικών τάξεων, θεωρήθηκε κυρίως από τους Δυτικογερμανούς συνώνυμη ξεπερασμένων πολεοδομικών μοντέλων και ενδεικτική μιας υφέρπουσας κοινωνικής κατάρρευσης. Λόγω της τυποποίησής τους, τα κτίρια των συγκροτημάτων αυτών έγιναν σύμβολα της διάλυσης του σοσιαλιστικού κοινωνικού μοντέλου. Η δέσμευση ήδη από τις αρχές του '90 τόσο σε ομοσπονδιακό όσο και σε δημοτικό επίπεδο για την ολική αναμόρφωσή αυτών των κατασκευών αποτέλεσε ένα σαφές παράδειγμα πολιτικής διορατικότητας 40% όλων των οικιστικών μονάδων
Προκειμένου να κατανοήσει κανείς τις πραγματικές διαστάσεις ενός τέτοιου σχεδίου αναμόρφωσης θα πρέπει να λάβει υπόψη του ότι μονάχα στις ανατολικές περιφέρειες του Βερολίνου υπάρχουν 270.000 οικιστικές μονάδες, οι οποίες αντιστοιχούν σε περισσότερο από το 40% του συνολικού οικιστικού αποθέματος των μεγάλων οικισμών. Το γεγονός ότι περίπου 100.000 διαμερίσματα κατασκευάστηκαν σύμφωνα με ένα μοντέλο, την πλέον διαβόητη σειρά κατασκευής διαμερισμάτων 70 (WBS 70), αρκεί για να καταδείξει το πρόβλημα της μονοτονίας. Για την ανακατασκευή αυτών των ανατολικογερμανικών τσιμεντένιων «Πλακών» χρειάστηκε να δαπανηθούν δισεκατομμύρια. Ανάμεσα στους πρωταρχικούς στόχους ήταν η ανακατασκευή των προσόψεων, η εγκατάσταση νέων χώρων υγιεινής και το συχνά δύσκολο έργο της διαμόρφωσης των ακάλυπτων χώρων με πράσινο. Η χρήση χρώματος και η ανακατασκευή των μπαλκονιών και των βεραντών εξουδετέρωσε τη μονοτονία των συνοικιών παρουσιάζοντας ένα σχετικά διαφοροποιημένο αστικό τοπίο. Η πολιτική της ολοκληρωτικής αναμόρφωσης, υποβοηθούμενη συχνά από οικολογικές μεθόδους κατασκευής, οδήγησε την περιφέρεια Berlin-Hellersdorf να παρουσιαστεί ως ένα από off-site projects της διεθνούς έκθεσης Expo 2000.
Η πείρα που αποκτήθηκε στον τομέα της αντιμετώπισης των μεγάλων οικισμών θα μπορούσε να αποτελέσει έναυσμα για παρόμοια έργα σε όλη την περιοχή της Ανατολικής Ευρώπης.
Ταυτόχρονα όμως το ντιζάιν της λεγόμενης DDR-Moderne των δεκαετιών του '60 και του '70 άρχισε να ελκύει τις βιομηχανίες του κινηματογράφου, της διαφήμισης και της μουσικής οδηγώντας σταδιακά στην επανεξέταση της ανατολικογερμανικής αισθητικής. Η ταινία «Goodbye, Lenin!», για παράδειγμα, χρωστά ένα μέρος της επιτυχίας της σε αυτή ακριβώς την αισθητική. Μια σειρά από μουσικά video clips άρχισαν να γυρίζονται σε περιοχές της Ανατολικής Γερμανίας, ενώ τα διαμερίσματα των «Πλακών» που βρίσκονται στα αστικά κέντρα άρχισαν σταδιακά να αποτελούν trendy τοποθεσίες κατάλληλες για το σύγχρονο life-style. Η «Πλάκα» έγινε cult. Χειροτεχνικές κατασκευές με θέματα από τα μεγάλα κτίρια της πρώην Ανατολικής Γερμανίας και τράπουλες με εικόνες από τις τσιμεντένιες «Πλάκες» κέρδισαν μια θέση ανάμεσα στα δώρα που ανταλλάσσουν στις γιορτές οι Γερμανών, ενώ στη Δρέσδη μια πρωτοβουλία πολιτών προσπαθεί να δημιουργήσει ένα μουσείο αφιερωμένο στις πλάκες.
Ευέλικτη διαχείριση της τυποποιημένης αρχιτεκτονικής
Αυτή η ιστορία επιτυχίας δεν μπορεί φυσικά να αποκρύψει το γεγονός ότι η κοινωνική ανάμειξη που υπήρχε στους μεγάλους οικισμούς της Ανατολικής Γερμανίας μέχρι το 1989 βρίσκεται πλέον υπό εξαφάνιση. Ο διαρκώς αυξανόμενος αριθμός κατασκευής ιδιωτικών κατοικιών και η αποδημία λόγω της ανεργίας στα νέα ομόσπονδα κράτη έχει οδηγήσει στην κοινωνική ομοιογένεια των κατοίκων των «Πλακών». Ταυτόχρονα πολλά διαμερίσματα μένουν άδεια. Ως αποτέλεσμα, η μέχρι τώρα στρατηγική της αναμόρφωσης χρειάστηκε να αναπροσαρμοστεί ώστε να συμπεριλάβει και την κατεδάφιση ως μέρος του σχεδιασμού. Αυτή η ανάγκη για επανασχεδιασμό, ωστόσο, δημιούργησε μια μεγάλη ευκαιρία. Προκειμένου να διατηρηθούν τα υπάρχοντα κτίρια, η προοπτική της τυποποιημένης αρχιτεκτονικής έπρεπε να αξιοποιηθεί με έναν ακόμα πιο ευέλικτο τρόπο: θα μπορούσε κανείς όχι μονάχα να την επεκτείνει αλλά και να τη μειώσει δραματικά. Η μερική κατεδάφιση θα μπορούσε να μετατρέψει τυποποιημένα διαμερίσματα σε μεγάλες μεζονέτες και πολυώροφα κτίρια σε περίφημες αστικές βίλες. Τέτοια βραβευμένα παραδείγματα μπορεί κανείς να συναντήσει στην περιοχή Dresden-Gorbitz ή ακόμα και στην πόλη Cottbus. Η "Πλάκα" παραμένει μια πρόκληση. Και πάνω της θα μετρηθεί στο μέλλον η ποιότητα της νέας, διαφοροποιημένης πολιτικής αναμόρφωσης.
Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989 τα προκατασκευασμένα, ογκώδη συγκροτήματα κατοικιών της Ανατολικής Γερμανίας αντιμετωπίστηκαν ως ένα μεγάλο πολεοδομικό πρόβλημα. Με μια δόση τρυφερής ειρωνείας αλλά και περιφρόνησης αυτές οι κατασκευές, οι οποίες υπήρχαν σχεδόν σε κάθε μεγάλη πόλη ήδη από τη δεκαετία του '60, έγιναν γνωστές ως η «Πλάκα» (die Platte).
Το τεράστιο μέγεθος, ο μονότονος σχεδιασμός και η έλλειψη υποδομών σε κατοικίες όπως αυτές που υπάρχουν στην περιοχή Hellersdorf-Marzahn στο Βερολίνο και στην Halle-Neustadt αποτέλεσαν μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της περιόδου που ακολούθησε την επανένωση των δυο Γερμανιών. Μετά το 1989 η «Πλάκα», κάποτε η επιτομή του μοντέρνου, της προόδου, της άνεσης και της σοσιαλιστικής ανάμειξης των κοινωνικών τάξεων, θεωρήθηκε κυρίως από τους Δυτικογερμανούς συνώνυμη ξεπερασμένων πολεοδομικών μοντέλων και ενδεικτική μιας υφέρπουσας κοινωνικής κατάρρευσης. Λόγω της τυποποίησής τους, τα κτίρια των συγκροτημάτων αυτών έγιναν σύμβολα της διάλυσης του σοσιαλιστικού κοινωνικού μοντέλου. Η δέσμευση ήδη από τις αρχές του '90 τόσο σε ομοσπονδιακό όσο και σε δημοτικό επίπεδο για την ολική αναμόρφωσή αυτών των κατασκευών αποτέλεσε ένα σαφές παράδειγμα πολιτικής διορατικότητας 40% όλων των οικιστικών μονάδων
Προκειμένου να κατανοήσει κανείς τις πραγματικές διαστάσεις ενός τέτοιου σχεδίου αναμόρφωσης θα πρέπει να λάβει υπόψη του ότι μονάχα στις ανατολικές περιφέρειες του Βερολίνου υπάρχουν 270.000 οικιστικές μονάδες, οι οποίες αντιστοιχούν σε περισσότερο από το 40% του συνολικού οικιστικού αποθέματος των μεγάλων οικισμών. Το γεγονός ότι περίπου 100.000 διαμερίσματα κατασκευάστηκαν σύμφωνα με ένα μοντέλο, την πλέον διαβόητη σειρά κατασκευής διαμερισμάτων 70 (WBS 70), αρκεί για να καταδείξει το πρόβλημα της μονοτονίας. Για την ανακατασκευή αυτών των ανατολικογερμανικών τσιμεντένιων «Πλακών» χρειάστηκε να δαπανηθούν δισεκατομμύρια. Ανάμεσα στους πρωταρχικούς στόχους ήταν η ανακατασκευή των προσόψεων, η εγκατάσταση νέων χώρων υγιεινής και το συχνά δύσκολο έργο της διαμόρφωσης των ακάλυπτων χώρων με πράσινο. Η χρήση χρώματος και η ανακατασκευή των μπαλκονιών και των βεραντών εξουδετέρωσε τη μονοτονία των συνοικιών παρουσιάζοντας ένα σχετικά διαφοροποιημένο αστικό τοπίο. Η πολιτική της ολοκληρωτικής αναμόρφωσης, υποβοηθούμενη συχνά από οικολογικές μεθόδους κατασκευής, οδήγησε την περιφέρεια Berlin-Hellersdorf να παρουσιαστεί ως ένα από off-site projects της διεθνούς έκθεσης Expo 2000.
Η πείρα που αποκτήθηκε στον τομέα της αντιμετώπισης των μεγάλων οικισμών θα μπορούσε να αποτελέσει έναυσμα για παρόμοια έργα σε όλη την περιοχή της Ανατολικής Ευρώπης.
Ταυτόχρονα όμως το ντιζάιν της λεγόμενης DDR-Moderne των δεκαετιών του '60 και του '70 άρχισε να ελκύει τις βιομηχανίες του κινηματογράφου, της διαφήμισης και της μουσικής οδηγώντας σταδιακά στην επανεξέταση της ανατολικογερμανικής αισθητικής. Η ταινία «Goodbye, Lenin!», για παράδειγμα, χρωστά ένα μέρος της επιτυχίας της σε αυτή ακριβώς την αισθητική. Μια σειρά από μουσικά video clips άρχισαν να γυρίζονται σε περιοχές της Ανατολικής Γερμανίας, ενώ τα διαμερίσματα των «Πλακών» που βρίσκονται στα αστικά κέντρα άρχισαν σταδιακά να αποτελούν trendy τοποθεσίες κατάλληλες για το σύγχρονο life-style. Η «Πλάκα» έγινε cult. Χειροτεχνικές κατασκευές με θέματα από τα μεγάλα κτίρια της πρώην Ανατολικής Γερμανίας και τράπουλες με εικόνες από τις τσιμεντένιες «Πλάκες» κέρδισαν μια θέση ανάμεσα στα δώρα που ανταλλάσσουν στις γιορτές οι Γερμανών, ενώ στη Δρέσδη μια πρωτοβουλία πολιτών προσπαθεί να δημιουργήσει ένα μουσείο αφιερωμένο στις πλάκες.
Ευέλικτη διαχείριση της τυποποιημένης αρχιτεκτονικής
Αυτή η ιστορία επιτυχίας δεν μπορεί φυσικά να αποκρύψει το γεγονός ότι η κοινωνική ανάμειξη που υπήρχε στους μεγάλους οικισμούς της Ανατολικής Γερμανίας μέχρι το 1989 βρίσκεται πλέον υπό εξαφάνιση. Ο διαρκώς αυξανόμενος αριθμός κατασκευής ιδιωτικών κατοικιών και η αποδημία λόγω της ανεργίας στα νέα ομόσπονδα κράτη έχει οδηγήσει στην κοινωνική ομοιογένεια των κατοίκων των «Πλακών». Ταυτόχρονα πολλά διαμερίσματα μένουν άδεια. Ως αποτέλεσμα, η μέχρι τώρα στρατηγική της αναμόρφωσης χρειάστηκε να αναπροσαρμοστεί ώστε να συμπεριλάβει και την κατεδάφιση ως μέρος του σχεδιασμού. Αυτή η ανάγκη για επανασχεδιασμό, ωστόσο, δημιούργησε μια μεγάλη ευκαιρία. Προκειμένου να διατηρηθούν τα υπάρχοντα κτίρια, η προοπτική της τυποποιημένης αρχιτεκτονικής έπρεπε να αξιοποιηθεί με έναν ακόμα πιο ευέλικτο τρόπο: θα μπορούσε κανείς όχι μονάχα να την επεκτείνει αλλά και να τη μειώσει δραματικά. Η μερική κατεδάφιση θα μπορούσε να μετατρέψει τυποποιημένα διαμερίσματα σε μεγάλες μεζονέτες και πολυώροφα κτίρια σε περίφημες αστικές βίλες. Τέτοια βραβευμένα παραδείγματα μπορεί κανείς να συναντήσει στην περιοχή Dresden-Gorbitz ή ακόμα και στην πόλη Cottbus. Η "Πλάκα" παραμένει μια πρόκληση. Και πάνω της θα μετρηθεί στο μέλλον η ποιότητα της νέας, διαφοροποιημένης πολιτικής αναμόρφωσης.
http://www.goethe.de/ins/gr/lp/kul/szd/el14438.htm
Η αρχιτεκτονική στη Γερμανία
Εκτός από χώρα των ποιητών και των διανοητών, η Γερμανία του 20ού αιώνα υπήρξε και η χώρα των αρχιτεκτόνων και των πολιτικών μηχανικών. Η ριζοσπαστική αρχιτεκτονική υπήρξε ένα από εξαγώγιμα προϊόντα της χώρας: η «Νέα Αρχιτεκτονική» (Neues Bauen) της δεκαετίας του ’20, η «Νέα Αντικειμενικότητα» (Neue Sachlichkeit), ο «Λειτουργισμός» (Funktionalismus). Μαζί με τον Ελβετό Le Corbusier, οι ιδρυτές της σχολής Bauhaus, Ludwig Mies van der Rohe και Walter Gropius, αλλά και οι Bruno Taut και Erich Mendelsohn υπήρξαν μερικοί από τους αρχιτέκτονες και μηχανικούς που επηρέασαν το λεγόμενο International Style το οποίο έμελλε μέσω της Αμερικής να κατακτήσει τον κόσμο.Επιρροές απ’ όλο τον κόσμοΌταν στα τέλη του 20ού αιώνα οι αρχιτέκτονες ετοιμάζονταν να αποχαιρετήσουν το μοντερνισμό, ο οποίος είχε γίνει πια μονότονος, και να δημιουργήσουν χρησιμοποιώντας και πάλι χρώματα και διακοσμητικά, η Γερμανία δέχτηκε επιρροές απ’ όλο τον κόσμο. Οι μεγάλοι δάσκαλοι του μεταμοντέρνου όπως ο James Stirling από το Λονδίνο, ο Hans Hollein από τη Βιέννη, ο Rob Krier από το Λουξεμβούργο, ο Arata Isozaki από το Τόκυο, ο Richard Meier από τη Νέα Υόρκη αλλά και πολλοί άλλοι έλαβαν πρόσκληση να χτίσουν στη Γερμανία. Το 1987 η διεθνής έκθεση IBA (Internationale Bausstellung) έφερε τους αστέρες της οικοδομικής τέχνης στο Βερολίνο δημιουργώντας μια πηγή έμπνευσης και για τους Γερμανούς αρχιτέκτονες. Η τότε ακόμα διαιρεμένη πρωτεύουσα ξεπέρασε άλλες μητροπόλεις προσφέροντας έναν δυνατό πόλο έλξης για τους φίλους της αρχιτεκτονικής σε όλο τον κόσμο.Οι ξένοι αρχιτέκτονες εκτίμησαν προ πάντων την ποιότητα των γερμανικών κατασκευών: πουθενά αλλού δεν χτίζονται πιο συμπαγή και ανθεκτικά κτίρια, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι οι αυστηρές οικοδομικές προδιαγραφές συχνά εγκλωβίζουν τους δημιουργούς τους. Δυο από τις πιο σημαντικές κατασκευαστικές προτεραιότητες μετά την επανένωση του 1990 ήταν η αποκατάσταση των υποδομών της πρώην Ανατολικής Γερμανίας και η εκ νέου ανάδειξη του Βερολίνου ως πρωτεύουσα και μητρόπολη. Το άνοιγμα της Γερμανίας προς τους αρχιτέκτονες του κόσμου άρχισε να αποδίδει καρπούς. Μέσα από το παλιό Ράιχσταγκ ο λόρδος Norman Foster δημιούργησε το νέο κτίριο του γερμανικού κοινοβουλίου. Οι Renzo Piano, Richard Rogers, Daniel Libeskind, Rafael Moneo, Helmut Jahn καθώς και πολλοί άλλοι ήρθαν στο Βερολίνο και με τις κατασκευές τους έδωσαν στην πόλη έναν διεθνή αέρα. Αλλά και μια σειρά από Γερμανούς αρχιτέκτονες όπως ο Stephan Braunfels, οι von Gerkan Marg und Partner, ο Hans Kollhoff και ο Josef Paul Kleihues συνεισέφεραν με τις δημιουργίες τους στην εικόνα της νέας πρωτεύουσας. Το νέο κτίριο της Καγκελαρίας αναγνωρίστηκε διεθνώς ως σύμβολο αυτής της νέας γερμανικής αρχιτεκτονικής, η οποία σταδιακά άρχισε να ξεπερνά τη μετριοπάθειά της και να εμφανίζεται γεμάτη αυτοπεποίθηση για πρώτη φορά μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου κοντά μισό αιώνα νωρίτερα. Η εκφραστική και χαρακτηριστική αρχιτεκτονική του Axel Schultes και της Charlotte Frank έκαναν το κτίριο της γερμανικής Καγκελαρίας τόσο γνωστό στους τηλεθεατές ολόκληρου του κόσμου όσο είναι και ο Λευκός Οίκος στην Ουάσινγκτον.Μια πολυμορφική σκηνήΗ αρχιτεκτονική σκηνή της Γερμανίας είναι πολυμορφική. Παρότι δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα στην πρωτεύουσα λόγω του ομοσπονδιακού συστήματος υπάρχουν πολλά περιφερειακά κέντρα αλλά και διαφορετικές τάσεις. Τα αρχιτεκτονικά επιμελητήρια, μέσω των οποίων εκπροσωπούνται οι αρχιτέκτονες αλλά και οι ανεξάρτητοι αρχιτεκτονικοί σύλλογοι είναι επίσης ομοσπονδιακά οργανωμένοι. Δέκα πανεπιστήμια και μερικές δεκάδες ανώτατες τεχνικές σχολές και ακαδημίες εκπαιδεύουν 20.000 φοιτητές αρχιτεκτονικής. Το 2002 το γερμανικό Μουσείο Αρχιτεκτονικής, το οποίο δεν βρίσκεται στο Βερολίνο όπως θα περίμενε κανείς αλλά στην Φρανκφούρτη, απέκτησε έναν ισάξιο ανταγωνιστή: το Μουσείο Αρχιτεκτονικής στο Μόναχο.Παρότι οι αρχιτεκτονικές τάσεις αλλάζουν με γοργούς ρυθμούς στρέφοντας τα τελευταία χρόνια το επίκεντρο του ενδιαφέροντος πότε στην Αυστρία, πότε στην Ολλανδία και πότε στο Λος Άντζελες, το Λονδίνο και τη Βασιλεία, μια σειρά από κτίρια σχεδιασμένα από διεθνούς κύρους αρχιτέκτονες άρχισαν πρόσφατα να κάνουν την εμφάνισή τους και στη Γερμανία. Το Phaeno Science Center στο Wolfsburg και το εργοστάσιο της BMW στη Λειψία, για παράδειγμα, αμφότερα σχεδιασμένα από την Zaha Hadid, το Mercedes Museum στη Στουτγάρδη, ένα έργο του Ben van Berkel, το εντυπωσιακό BMW World στο Μόναχο από την εταιρία Coop Himmelb(l)au, το Μουσείο Τέχνης της Αρχιεπισκοπής της Κολονίας, μια δημιουργία του Peter Zumthor, το περίφημο Μουσείο Λογοτεχνίας στο Marbach από τον David Chipperfield. Αλλά και οι Γερμανοί αρχιτέκτονες έχουν αναγνωριστεί για τις δημιουργίες τους: ο Gottfried Böhm με το θέατρό του στο Potsdam, ο Claus Anderhalten με το Μουσείο Τέχνης στην πόλη Cottbus, το αρχιτεκτονικό γραφείο Sauerbruch Hutton με το κτίριο της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Περιβάλλοντος στο Dessau και η φίρμα gmp με τον Κεντρικό Σιδηροδρομικό Σταθμό του Βερολίνου. Αυτό που είναι όμως ακόμα πιο σημαντικό απ’ αυτά τα εντυπωσιακά έργα είναι η ποιότητα της απλής, καθημερινής αρχιτεκτονικής, η οποία χρόνο με το χρόνο έχει καταφέρει να ξεχωρίσει μέσα από τους περισσότερους από πενήντα διαγωνισμούς αρχιτεκτονικής που διεξάγονται στη Γερμανία.Πράσινη αρχιτεκτονικήΥπάρχει όμως και μια ακόμα σημαντική εξέλιξη, ίσως η πιο σημαντική απ’ όλες, στη σύγχρονη αρχιτεκτονική της Γερμανίας: ο οικολογικός σχεδιασμός και η έρευνα τόσο πάνω στις βιώσιμες κατασκευές με τη χρήση ανανεώσιμων και ανακυκλώσιμων πρώτων υλών όσο και πάνω στη θερμική μόνωση και στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας για την οικοδομική βιομηχανία. Στις μέρες μας τα φωτοβολταϊκά κύτταρα των ηλιακών συλλεκτών μας βοηθούν να παράγουμε ηλεκτρική ενέργεια σε μεγάλη κλίμακα ενώ με τη βοήθεια των αντλιών θερμότητας υψηλής απόδοσης παράγεται θερμότητα μέσω της ηλιακής ακτινοβολίας, των γεωεναλλακτών, των υπογείων υδάτων ή ακόμα και του ατμοσφαιρικού αέρα. Ήδη κατασκευάζονται σπίτια τα οποία όχι μονάχα έχουν μηδενική ενεργειακή κατανάλωση αλλά θεωρούνται «σπίτια πλεονάζουσας ενέργειας». Οι νέες μέθοδοι επεξεργασίας ξύλου και οι εξελιγμένες τεχνικές οικοδόμησης κάνουν το ξύλο μια από τις πιο ανταγωνιστικές πρώτες ύλες που είναι ανανεώσιμες και κλιματικά ουδέτερες βοηθώντας μας να αποφύγουμε τις ενεργοβόρες και καταστροφικές για το περιβάλλον κατασκευές. Το ξύλο χρησιμοποιείται όχι μονάχα για την κατασκευή σπιτιών πλεονάζουσας ενέργειας αλλά και για την οικοδόμηση πολυώροφων κατοικιών στις πόλεις, βιομηχανικών κτιρίων και αθλητικών κέντρων. Η γερμανική οικοδομική βιομηχανία είναι σήμερα ένας από τους πρωτοπόρους σε αυτό το πολλά υποσχόμενο πράσινο μονοπάτι καταγράφοντας όλο και περισσότερες εξαγωγές ειδικά στον Περσικό Κόλπο, την Κίνα και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Γερμανία παραμένει ένα σημαντικό κέντρο της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής και αξίζει πραγματικά μια επίσκεψη από πολλές απόψεις.
Η αρχιτεκτονική στη Γερμανία
Εκτός από χώρα των ποιητών και των διανοητών, η Γερμανία του 20ού αιώνα υπήρξε και η χώρα των αρχιτεκτόνων και των πολιτικών μηχανικών. Η ριζοσπαστική αρχιτεκτονική υπήρξε ένα από εξαγώγιμα προϊόντα της χώρας: η «Νέα Αρχιτεκτονική» (Neues Bauen) της δεκαετίας του ’20, η «Νέα Αντικειμενικότητα» (Neue Sachlichkeit), ο «Λειτουργισμός» (Funktionalismus). Μαζί με τον Ελβετό Le Corbusier, οι ιδρυτές της σχολής Bauhaus, Ludwig Mies van der Rohe και Walter Gropius, αλλά και οι Bruno Taut και Erich Mendelsohn υπήρξαν μερικοί από τους αρχιτέκτονες και μηχανικούς που επηρέασαν το λεγόμενο International Style το οποίο έμελλε μέσω της Αμερικής να κατακτήσει τον κόσμο.Επιρροές απ’ όλο τον κόσμοΌταν στα τέλη του 20ού αιώνα οι αρχιτέκτονες ετοιμάζονταν να αποχαιρετήσουν το μοντερνισμό, ο οποίος είχε γίνει πια μονότονος, και να δημιουργήσουν χρησιμοποιώντας και πάλι χρώματα και διακοσμητικά, η Γερμανία δέχτηκε επιρροές απ’ όλο τον κόσμο. Οι μεγάλοι δάσκαλοι του μεταμοντέρνου όπως ο James Stirling από το Λονδίνο, ο Hans Hollein από τη Βιέννη, ο Rob Krier από το Λουξεμβούργο, ο Arata Isozaki από το Τόκυο, ο Richard Meier από τη Νέα Υόρκη αλλά και πολλοί άλλοι έλαβαν πρόσκληση να χτίσουν στη Γερμανία. Το 1987 η διεθνής έκθεση IBA (Internationale Bausstellung) έφερε τους αστέρες της οικοδομικής τέχνης στο Βερολίνο δημιουργώντας μια πηγή έμπνευσης και για τους Γερμανούς αρχιτέκτονες. Η τότε ακόμα διαιρεμένη πρωτεύουσα ξεπέρασε άλλες μητροπόλεις προσφέροντας έναν δυνατό πόλο έλξης για τους φίλους της αρχιτεκτονικής σε όλο τον κόσμο.Οι ξένοι αρχιτέκτονες εκτίμησαν προ πάντων την ποιότητα των γερμανικών κατασκευών: πουθενά αλλού δεν χτίζονται πιο συμπαγή και ανθεκτικά κτίρια, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι οι αυστηρές οικοδομικές προδιαγραφές συχνά εγκλωβίζουν τους δημιουργούς τους. Δυο από τις πιο σημαντικές κατασκευαστικές προτεραιότητες μετά την επανένωση του 1990 ήταν η αποκατάσταση των υποδομών της πρώην Ανατολικής Γερμανίας και η εκ νέου ανάδειξη του Βερολίνου ως πρωτεύουσα και μητρόπολη. Το άνοιγμα της Γερμανίας προς τους αρχιτέκτονες του κόσμου άρχισε να αποδίδει καρπούς. Μέσα από το παλιό Ράιχσταγκ ο λόρδος Norman Foster δημιούργησε το νέο κτίριο του γερμανικού κοινοβουλίου. Οι Renzo Piano, Richard Rogers, Daniel Libeskind, Rafael Moneo, Helmut Jahn καθώς και πολλοί άλλοι ήρθαν στο Βερολίνο και με τις κατασκευές τους έδωσαν στην πόλη έναν διεθνή αέρα. Αλλά και μια σειρά από Γερμανούς αρχιτέκτονες όπως ο Stephan Braunfels, οι von Gerkan Marg und Partner, ο Hans Kollhoff και ο Josef Paul Kleihues συνεισέφεραν με τις δημιουργίες τους στην εικόνα της νέας πρωτεύουσας. Το νέο κτίριο της Καγκελαρίας αναγνωρίστηκε διεθνώς ως σύμβολο αυτής της νέας γερμανικής αρχιτεκτονικής, η οποία σταδιακά άρχισε να ξεπερνά τη μετριοπάθειά της και να εμφανίζεται γεμάτη αυτοπεποίθηση για πρώτη φορά μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου κοντά μισό αιώνα νωρίτερα. Η εκφραστική και χαρακτηριστική αρχιτεκτονική του Axel Schultes και της Charlotte Frank έκαναν το κτίριο της γερμανικής Καγκελαρίας τόσο γνωστό στους τηλεθεατές ολόκληρου του κόσμου όσο είναι και ο Λευκός Οίκος στην Ουάσινγκτον.Μια πολυμορφική σκηνήΗ αρχιτεκτονική σκηνή της Γερμανίας είναι πολυμορφική. Παρότι δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα στην πρωτεύουσα λόγω του ομοσπονδιακού συστήματος υπάρχουν πολλά περιφερειακά κέντρα αλλά και διαφορετικές τάσεις. Τα αρχιτεκτονικά επιμελητήρια, μέσω των οποίων εκπροσωπούνται οι αρχιτέκτονες αλλά και οι ανεξάρτητοι αρχιτεκτονικοί σύλλογοι είναι επίσης ομοσπονδιακά οργανωμένοι. Δέκα πανεπιστήμια και μερικές δεκάδες ανώτατες τεχνικές σχολές και ακαδημίες εκπαιδεύουν 20.000 φοιτητές αρχιτεκτονικής. Το 2002 το γερμανικό Μουσείο Αρχιτεκτονικής, το οποίο δεν βρίσκεται στο Βερολίνο όπως θα περίμενε κανείς αλλά στην Φρανκφούρτη, απέκτησε έναν ισάξιο ανταγωνιστή: το Μουσείο Αρχιτεκτονικής στο Μόναχο.Παρότι οι αρχιτεκτονικές τάσεις αλλάζουν με γοργούς ρυθμούς στρέφοντας τα τελευταία χρόνια το επίκεντρο του ενδιαφέροντος πότε στην Αυστρία, πότε στην Ολλανδία και πότε στο Λος Άντζελες, το Λονδίνο και τη Βασιλεία, μια σειρά από κτίρια σχεδιασμένα από διεθνούς κύρους αρχιτέκτονες άρχισαν πρόσφατα να κάνουν την εμφάνισή τους και στη Γερμανία. Το Phaeno Science Center στο Wolfsburg και το εργοστάσιο της BMW στη Λειψία, για παράδειγμα, αμφότερα σχεδιασμένα από την Zaha Hadid, το Mercedes Museum στη Στουτγάρδη, ένα έργο του Ben van Berkel, το εντυπωσιακό BMW World στο Μόναχο από την εταιρία Coop Himmelb(l)au, το Μουσείο Τέχνης της Αρχιεπισκοπής της Κολονίας, μια δημιουργία του Peter Zumthor, το περίφημο Μουσείο Λογοτεχνίας στο Marbach από τον David Chipperfield. Αλλά και οι Γερμανοί αρχιτέκτονες έχουν αναγνωριστεί για τις δημιουργίες τους: ο Gottfried Böhm με το θέατρό του στο Potsdam, ο Claus Anderhalten με το Μουσείο Τέχνης στην πόλη Cottbus, το αρχιτεκτονικό γραφείο Sauerbruch Hutton με το κτίριο της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Περιβάλλοντος στο Dessau και η φίρμα gmp με τον Κεντρικό Σιδηροδρομικό Σταθμό του Βερολίνου. Αυτό που είναι όμως ακόμα πιο σημαντικό απ’ αυτά τα εντυπωσιακά έργα είναι η ποιότητα της απλής, καθημερινής αρχιτεκτονικής, η οποία χρόνο με το χρόνο έχει καταφέρει να ξεχωρίσει μέσα από τους περισσότερους από πενήντα διαγωνισμούς αρχιτεκτονικής που διεξάγονται στη Γερμανία.Πράσινη αρχιτεκτονικήΥπάρχει όμως και μια ακόμα σημαντική εξέλιξη, ίσως η πιο σημαντική απ’ όλες, στη σύγχρονη αρχιτεκτονική της Γερμανίας: ο οικολογικός σχεδιασμός και η έρευνα τόσο πάνω στις βιώσιμες κατασκευές με τη χρήση ανανεώσιμων και ανακυκλώσιμων πρώτων υλών όσο και πάνω στη θερμική μόνωση και στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας για την οικοδομική βιομηχανία. Στις μέρες μας τα φωτοβολταϊκά κύτταρα των ηλιακών συλλεκτών μας βοηθούν να παράγουμε ηλεκτρική ενέργεια σε μεγάλη κλίμακα ενώ με τη βοήθεια των αντλιών θερμότητας υψηλής απόδοσης παράγεται θερμότητα μέσω της ηλιακής ακτινοβολίας, των γεωεναλλακτών, των υπογείων υδάτων ή ακόμα και του ατμοσφαιρικού αέρα. Ήδη κατασκευάζονται σπίτια τα οποία όχι μονάχα έχουν μηδενική ενεργειακή κατανάλωση αλλά θεωρούνται «σπίτια πλεονάζουσας ενέργειας». Οι νέες μέθοδοι επεξεργασίας ξύλου και οι εξελιγμένες τεχνικές οικοδόμησης κάνουν το ξύλο μια από τις πιο ανταγωνιστικές πρώτες ύλες που είναι ανανεώσιμες και κλιματικά ουδέτερες βοηθώντας μας να αποφύγουμε τις ενεργοβόρες και καταστροφικές για το περιβάλλον κατασκευές. Το ξύλο χρησιμοποιείται όχι μονάχα για την κατασκευή σπιτιών πλεονάζουσας ενέργειας αλλά και για την οικοδόμηση πολυώροφων κατοικιών στις πόλεις, βιομηχανικών κτιρίων και αθλητικών κέντρων. Η γερμανική οικοδομική βιομηχανία είναι σήμερα ένας από τους πρωτοπόρους σε αυτό το πολλά υποσχόμενο πράσινο μονοπάτι καταγράφοντας όλο και περισσότερες εξαγωγές ειδικά στον Περσικό Κόλπο, την Κίνα και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Γερμανία παραμένει ένα σημαντικό κέντρο της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής και αξίζει πραγματικά μια επίσκεψη από πολλές απόψεις.